Λαμψάκου

Λαμψάκου
Λάμψακος
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Макарий (Павлидис) — Епископ Макарий Ἐπίσκοπος Μακάριος Епископ Лампсакосский, викарий Швейцарской митрополии c 3 ноября 1985 года …   Википедия

  • Αιαντίδης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γιος του τυράννου της Λαμψάκου (τέλη 6ου αι. π.Χ.). Ο τύραννος της Αθήνας Ιππίας, μετά τη δολοφονία του αδελφού του Ίππαρχου, πάντρεψε την κόρη του Αρχεδίκη με τον Α., γιατί προέβλεπε τηνπτώση του και ήθελε να… …   Dictionary of Greek

  • Χάρων — I Λογογράφος, γιος του Πυθοκλή ή του Πυθέα, που ήκμασε λίγο πριν από τον Ηρόδοτο, επί Αρταξέρξη του A’. Ερεύνησε την ιστορία των ασιατικών λαών, και έγραψε Περσικά, Ελληνικά, Αιθιοπικά, Κρητικά, Λιβυκά, Κτίσεις πόλεων, Περίπλουν των εκτός των… …   Dictionary of Greek

  • αρχέλαος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ηρακλείδης, γιος του κατακτητή του Άργους Τημένου, που τον έδιωξαν οι αδελφοί του και πήγε στον βασιλιά της Μακεδονίας Κισσέα. Εκείνος του υποσχέθηκε ότι θα του δώσει σύζυγο την κόρη του, αν τον βοηθούσε σε μια δύσκολη… …   Dictionary of Greek

  • παρθένιος — I Έλληνας ποιητής του 1ου αι. π.Χ. από τη Νίκαια. Το 73 π.Χ. είχε αιχμαλωτιστεί από τους Ρωμαίους στον πόλεμο εναντίον του Μιθριδάτη και είχε οδηγηθεί στη Ρώμη. Όταν τον άφησαν ελεύθερο, εργάστηκε εκεί και στη Νάπολη ως δάσκαλος. Στη Νάπολη είχε… …   Dictionary of Greek

  • πιτύουσα — και δ. γρφ. πιτυοῡσσα, ἡ, Α [πίτυς] 1. (μόνο στον τ. πιτύουσα) το φυτό ευφόρβιο 2. ως κύριο όν. Πιτυοῡσσα προσωνυμία πολλών αρχαίων πόλεων, όπως λ·χ. τής Μιλήτου, τής Φασήλιδος, τής Λαμψάκου κ.ά., ή νησιών, όπως λ.χ. τής Χίου, τών Σπετσών, τής… …   Dictionary of Greek

  • χάρων — I Λογογράφος, γιος του Πυθοκλή ή του Πυθέα, που ήκμασε λίγο πριν από τον Ηρόδοτο, επί Αρταξέρξη του A’. Ερεύνησε την ιστορία των ασιατικών λαών, και έγραψε Περσικά, Ελληνικά, Αιθιοπικά, Κρητικά, Λιβυκά, Κτίσεις πόλεων, Περίπλουν των εκτός των… …   Dictionary of Greek

  • Ακάκιος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γιατρός (1ος αι. μ.Χ.). Είχε επινοήσει φάρμακο κατά της αιμόπτυσης. 2. Δάσκαλος της ρητορικής (4ος αι. μ.Χ.). Συγγραφέας του έργου Ωκύπους, που αποδόθηκε στον Λουκιανό. Σπούδασε στην Αθήνα αλλά καταγόταν από την… …   Dictionary of Greek

  • Αρχεδίκη — (τέλη 6ου – αρχές 5ου αι. π.Χ.).Κόρη του τυράννου της Αθήνας Ιππία, ο οποίος την έδωσε σύζυγο στον Αιαντίδη, γιο του τυράννου της Λαμψάκου Ιππόκλου, επειδή ήξερε πως οι Λαμψακηνοί είχαν επιρροή στον βασιλιά των Περσών και χρειαζόταν την… …   Dictionary of Greek

  • Ληλαντίων, δήμος — Νέος δήμος (15.568 κάτ.) του νομού Ευβοίας που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Αγίου Νικολάου, Αφρατίου, Βασιλικού, Μύτικα, Νέας Λαμψάκου και Φύλλων, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου ορίστηκε η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”